Πενηντάρης, αλλά πάντα Νονός

Πενηντάρης, αλλά πάντα Νονός


Από ένα κομμάτι του Γιάννη Ζουμπουλάκη στα «Νέα» ανακάλυψα πως ο «Νονός», αυτό το απόλυτο δημιούργημα του Φράνσις Φορντ Κόπολα, έγινε πενήντα χρονών – ότι αυτές τις μέρες δηλαδή συμπληρώθηκαν πενήντα χρόνια από την πρώτη προβολή του στις αίθουσες. Η ταινία άνοιξε στις 15 Μαρτίου του 1972, κι αναρωτιέμαι πως είναι δυνατόν ενώ πενηντάρισε να μην έχει ούτε μια τόση δα ρυτίδα. Δεν το λέω γιατί την κουβαλάω στο μυαλό μου ως ανάμνηση, αλλά γιατί για να τιμήσω την επέτειο κάθισα να την ξαναδώ. Και μάλιστα – ομολογώ – με μια τεράστια διάθεση να ψάξω τα κομμάτια της που στο χρόνο δεν άντεξαν: το παθαίνω πάντα όταν βλέπω κάτι από το παρελθόν – είναι η άμυνά μου απέναντι στη νοσταλγία, την οποία και θεωρώ κάτι σαν αρρώστια.

Αισχύλος και Ευριπίδης

Τι είναι αυτό που επιτρέπει στο αριστούργημα του Φράνσις Φόρντ Κόπολα να διατηρεί τη φρεσκάδα του; Πρώτα από όλα βοηθά ότι πρόκειται για μια ταινία εποχής: γυρίστηκε στις αρχές του 1970, αλλά η ιστορία της διαδραματίζεται στις ΗΠΑ (κι όχι μόνο) ακριβώς μετά το δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο. Αυτό το γεγονός προικίζει αμέσως την ταινία με ένα είδος αντοχής απέναντι στο χρόνο: τίποτα δεν διαδραματίζεται σε ένα σήμερα που σύντομα θα γίνει χθες κι όλα είναι ένα χθες που θα έχει πάντα τη δύναμη του σήμερα – του κάθε σήμερα. Η αναπαράσταση και η μυθοπλασία στην συγκεκριμένη περίπτωση παντρεύονται – όλα αποκτούν τη δύναμη μιας διήγησης παρελθοντολογικής αλλά και μοντέρνας συγχρόνως: ο «Νονός» δεν είναι μια ταινία ούτε για το 1946 στο οποίο αναφέρεται, ούτε για το 1970 στο οποίο γυρίστηκε. Είναι υπεράνω χρόνου κι ως εκ τούτου δεν γερνάει γιατί δεν ανήκει σε μια εποχή, ούτε διηγείται απλά μια εποχή– πράγμα εξαιρετικά σπάνιο.

Το δεύτερο που την καθιστά άψογη ακόμα και σήμερα είναι η αρχιτεκτονική της – κι όχι απλά το εξαιρετικό σενάριο της. Η ταινία αρχίζει με τη φωνή ενός νεκροθάφτη που δηλώνει ότι αγαπάει την Αμερική, πριν μας εξηγήσει πως προτιμά όμως την δικαιοσύνη του Βίτο Κορλεόνε. Σε μια μόνο σκηνή συμπυκνώνεται μαεστρικά όλη η θεματική της ταινίας: ό,τι ακολουθεί έχει να κάνει με την ηθική, αλλά όχι με το καλό και το κακό - αυτό που ενδιαφέρει είναι το κακό και το χειρότερο του. Οι τρεις πρώτες σκηνές περικλείουν μια αφηγηματική ολότητα που δεν συναντάς παρά σπάνια. Ένας γάμος που μοιάζει με σκηνικό για να γίνουν δουλειές σου μαθαίνει με ποιους έχεις να κάνεις. Πριν προλάβεις να αναρωτηθείς τι τερατώδες υπάρχει σε μια φαμίλια τόσο γεμάτη από διαφορετικούς ανθρώπους, καταλαβαίνεις πως το τέρας είναι τέρας, παρά τη συμπάθεια που κερδίζει χάρη στη θεατρική του συμπεριφορά. Κι ακριβώς τη στιγμή που αναρωτιέσαι για την κτηνώδη δύναμή του, το θράσος του και την σχεδόν θεϊκή κυριαρχία του στις ζωές των άμοιρων άλλων, το βλέπεις να πέφτει στο καπό ενός αυτοκινήτου γαζωμένο από σφαίρες ενός τυχάσπαρτου. Επιβλητικότητα. Αλαζονεία. Και Τιμωρία. Αλλά και πατρική αγάπη, ατόφια δύναμη και πίστη σε κανόνες. Αισχύλος και Ευριπίδης. Σαίξπηρ και Ντοστογιέφσκι. Διαλέγεις και παίρνεις.

Τέσσερις ιστορίες  

Ο «Νονός» είναι η μεγαλύτερη ταινία πολλών πρωταγωνιστών που έχει γυριστεί ποτέ. Είναι η ιστορία ενός πατέρα που φοβάται πως δεν έχει διάδοχο. Είναι η ιστορία ενός γιού που πρέπει να αναθεωρήσει τις αρχές του. Είναι η ιστορία ενός αδερφού που δεν αντέχει το βάρος της κληρονομιάς και χάνει τον έλεγχο. Είναι η ιστορία ενός υιοθετημένου που θέλει να βρει μια οικογένεια και για αυτό μπορεί να πουλήσει και την ψυχή του. Παρόλο που η τετράδα των πρωταγωνιστών είναι βαριά και δύσκολη στο κουμάντο, ο Κόπολα βρίσκει ένα απίστευτο τρόπο να φωτίσει υποδειγματικά και όσους μοιραία κρύβονται πίσω της. Είναι απίστευτο, αλλά ενώ έχεις παρακολουθήσει ερμηνευτικά ρεσιτάλ από πριμαντόνες όπως ο Μπράντο, ο Πατσίνο, ο Ρόμπερτ Ντιβάλ, ο Τζέιμς Κααν, όταν όλα τελειώνουν και η ταινία αρχίζει να λειτουργεί μέσα σου σαν χαπάκι αφροδισιακό που ανανεώνει τη λαχτάρα σου για το σινεμά, σου χουν μείνει όλοι σχεδόν οι «δεύτεροι» ρόλοι. Η Νταϊαν Κίτον την ώρα που βλέπει μια πόρτα να κλίνει. Ο Τζον Καζάλ, ένας κακομοίρης «Φρέντο» που νομίζεις πως προέκυψε στην οικογένεια κατά λάθος. Η Απολλόνια. Ο Σολάσο. Μια υστερική Ιταλίδα, που ως καθολική υποφέρει σε ένα γάμο με ένα κάθαρμα, που επίσης έχει «γράψει» πολύ στα μάτια σου. Ενας ζαχαροπλάστης που θα παίξει το ρόλο του εκτελεστή και ένας καφετζής στη Σικελια. Και φυσικά ένας τραγουδιστής που χάνει τη φωνή κι ένας παραγωγός που θέλει να τον εκδικηθεί: οι πάντες. Ακόμα κι ένα μωρό που ο Μάικλ βαφτίζει (και που λέγεται πως είναι η κόρη του σκηνοθέτη Σοφία) ενώ πέφτουν τα κεφάλια των εχθρών του στην κορυφαία σεκάνς στην ιστορία του σινεμά, όπου η θεολογία και η χριστιανική λατρεία χρησιμοποιούνται ως τουβλάκια για να χτιστεί ένα λουτρό αίματος. «Αποτάσσεις τον σατανά;» Ρωτά τον Μάικλ ο ιερέας. «Ναι», απαντά ο Μάικλ γνωρίζοντας πως είναι πια σατανάς ο ίδιος. Αυτός είναι που εν τέλει βαφτίζεται κι ο «Νονός» δεν είναι παρά (και) το χρονικό της βάπτισής του.

Όλα τα δεδομένα

Είναι όλα αυτά ο λόγος που η ταινία παραμένει πενήντα χρόνια μετά την πρώτη προβολή της τόσο φρέσκια; Σίγουρα υπάρχει η αναζήτηση μιας αισθητικής τελειότητας που την καθιστά άψογη: ακόμα και η ιταλική μουσική του Νίνο Ρότα μεταβάλλεται σε παγκόσμια συνοδεύοντας πλάνα που διαδραματίζονται στην Νέα Υόρκη και στη Σικελία. Σίγουρα η φωτογραφία του μαέστρου Γκόρντον Γουίλς είναι πρωτοποριακή και αξεπέραστη, αφού σε βοηθά να βλέπεις σκοτάδια που λάμπουν και σκηνές ηλιόλουστες γεμάτες μαυρίλα. Σίγουρα το σενάριο είναι ανώτερο ίσως κι από το ίδιο το βιβλίο του Πότσο από το οποίο χειρουργικά έχει αποσπαστεί ό,τι είναι απολύτως αναγκαίο και χρήσιμο. Αλλά όλα αυτά μπορεί να τα βρεις και σε άλλες ταινίες: αυτό που κάνει το «Νονό» πενήντα χρόνια αργότερα αγέραστα υπέροχο είναι ότι κάθε θέασή του σου επιτρέπει να επανεξετάσεις όλα τα δεδομένα – δηλαδή να τον δεις αλλιώς.

Μπορείς να χαρείς τη θεαματική διάστασή του ως γκαγκστερική περιπέτεια ή να τον απολαύσεις ως τραγική οικογενειακή ιστορία. Μπορείς να τον δεις ως το χρονικό ενός θανάτου και μιας διαδοχής ή να τον αναλύσεις ως αφήγημα που σχετίζεται με μια προσωπική πορεία – την πορεία κάποιου που αποφασίζει να βγει μπροστά και να γίνει ό,τι αρχικά αποστρέφεται, γιατί βρίσκει ξαφνικά ένα δρόμο προς ένα σκοτάδι που τον μαγνητίζει. Μπορείς να τον δεις σαν ταινία βαθιά θεολογική ή σαν ένα είδος εφιάλτη. Μπορείς από την άλλη να δεις απλά μια ιστορία με θέμα την εξουσία που, κατά τον Κόπολα, έχει αξία μόνο αν είναι απόλυτη και τόσο μεγάλη, ώστε να λειτουργεί υπεράνω οποιασδήποτε ηθικής. Μήπως δεν είναι ειδικά αυτό το τελευταίο ένας κανόνας ενταγμένος στο σενάριο του κόσμου που σήμερα ζούμε;

Δυο επεισόδια ακόμα

Δεν ξέρω αν ο Κόπολα είχε επίγνωση του μεγαλειώδους έπους που δημιούργησε. Εκανε δυο «Νονούς» ακόμα. Ο δεύτερος είναι μια ωραία ιστορία – πολλοί θεωρούν την ταινία ανώτερη από την πρώτη και δεν μου κάνει εντύπωση γιατί συχνά τα μυθιστορήματα αρέσουν πιο πολύ από τα δοκίμια: ο δεύτερος «Νονός» είναι κομμάτι μονοδιάστατος γιατί παρά την θεαματικότητα του έχει μια και μόνη ανάγνωση. Στον τρίτο «Νονό» ο Κόπολα προσπάθησε να ξαναβρεί αυτό το υπέροχο δοκιμιακό ύφος του πρώτου επεισοδίου, αλλά είχαν περάσει είκοσι χρόνια από την στιγμή της αρχικής του έμπνευσης. Το 1990 ο ίδιος έμοιαζε να ψάχνει ένα σπίρτο, το 1970 η έμπνευσή του ήταν πυρκαγιά. Πενήντα χρόνια μετά εκείνος ο πρώτος «Νονός» είναι σαν φωτιά που καίει ακόμα. Απλά ξαναδείτε τον…